- κατάστερος
- -η, -ο (AM κατάστερος, -ον)γεμάτος αστέρια, έναστρος, διάστερος, πολύαστροςμσν.-αρχ.1. εκκλ. (για άμφια ή σκεύη) αυτός που έχει πάνω του αστέρια, που είναι διακοσμημένος με αστέρια2. μτφ. (ειδ. για την ουρά τού παγωνιού) πολυποίκιλτος, καταστολισμένος.[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + -άστερος (< ἀστήρ, -έρος), πρβλ. αν-άστερος, δι-άστερος].
Dictionary of Greek. 2013.